12/12/10

O τζίτζικας και ο μέρμηγκας


“Κάποτε ήταν ένα τζιτζίκι και ένα μυρμήγκι. Το τζιτζίκι είχε φτιάξει την φωλιά του στα κλαδιά ενός δέντρου ενώ το μυρμήγκι στις ρίζες του.
Ήταν καλοκαίρι και μόλις ανέτειλε ο ήλιος, το μυρμήγκι ξεκινούσε την εργασία του. Έβγαινε από την φωλιά του και έψαχνε να βρει διάφορους σπόρους. Όταν έβρισκε κάποιον, τον φορτωνόταν στην πλάτη και τον μετάφερε στην φωλιά του όπου τον αποθήκευε. Μερικές φορές οι σπόροι ήταν τόσο μεγάλοι που έπρεπε να τους κομματιάσει πριν τους μεταφέρει και αυτό σήμαινε διπλάσιο κόπο για το μυρμήγκι. Εργαζόταν από την ανατολή μέχρι την δύση του ηλίου.
Από την άλλη μεριά, το τζιτζίκι, ξυπνούσε αφού είχε σχεδόν μεσημεριάσει. Έβγαινε από την φωλιά του και αφού έτρωγε κάτι πρόχειρα, έπιανε το τραγούδι που μερικές φορές το συνέχιζε ακόμα και μετά τα μεσάνυκτα. Εκτός από το να τρώει και να τραγουδάει δεν έκανε τίποτα άλλο όλη μέρα. Τι όλη μέρα δηλαδή, την μισή μέρα αφού όπως είπαμε ξυπνούσε το μεσημεράκι.
Έτσι περνούσαν οι μέρες η μία μετά την άλλη και ήρθε ο καιρός που έφυγε το καλοκαίρι και έδωσε την θέση του στο φθινόπωρο. Ο ουρανός συννέφιασε, ψιλή βροχή άρχισε να πέφτει και τα φύλλα τον δέντρων ένα-ένα ξεράθηκαν και έπεσαν στην γη.
Το μυρμήγκι έχοντας αρκετές προμήθειες για να περάσει μέχρι την άνοιξη, καθόταν και απολάμβανε τον ήχο που έκαναν οι σταγόνες της βροχής καθώς έπεφταν πάνω στα ξερά φύλλα. Από την άλλη μεριά, το τζιτζίκι έψαχνε απεγνωσμένα να βρει κάτι να φάει αλλά δεν υπήρχε τίποτα αφού όλα τα φύλλα, όπως είπαμε, είχαν ξεραθεί. Μην αντέχοντας άλλο την πείνα, πήγε στον γείτονα του, το μυρμήγκι, και του είπε:
- Καλέ μου γείτονα, σε παρακαλώ, δώσε μου κάτι να φάω γιατί όλα τα φύλλα έχουν ξεραθεί και δεν υπάρχει τροφή πουθενά.
- Καλά, όλο το καλοκαίρι τι έκανες; Ρώτησε το μυρμήγκι.
- Α! Το καλοκαίρι δεν πρόλαβα να μαζέψω τροφές γιατί είχα πολύ κέφι και τραγούδαγα όλη μέρα.
- Ε! Αφού τραγούδαγες το καλοκαίρι, ήρθε τώρα ο καιρός να χορέψεις. Είπε το μυρμήγκι και γύρισε να δει κάτι αργοπορημένα πουλιά που πετούσαν προς το νότο.”

Ο Αίσωπος στο τέλος του διδακτικού του μύθου, αφήνει στον αναγνώστη να μαντέψει τη σκληρή τύχη που επιφύλασσε η τύχη στον άφρονα τζίτζικα. Και δίχως να υπάρχει η ελπίδα κάποιου από μηχανής Θεού, που θα παρέμβει για να διασώσει τον δυστυχή μελλοθάνατο.

Σήμερα, τα πράγματα δεν είναι πολύ διαφορετικά. Ο μοίρα του σύγχρονου νεοέλληνα θα μπορούσε αναμφίβολα να ταυτισθεί με αυτήν του τραγικού τζίτζικα. Σπατάλησε τέσσερα ολόκληρα πλαίσια στήριξης και δεκαετίες επιδοτήσεων σε ανόητες παρεμβάσεις βιτρίνας και επιπλέον δανείσθηκε και μερικές ακόμη δεκάδες δις για να συντηρήσει τον νεόκοπο καταναλωτισμό που δημιούργησε ο πακτωλός των Ευρωπαϊκών κονδυλίων σύγκλισης.

Παράλληλα διαμόρφωσε την περίφημη πλέον «προοδευτική» κουλτούρα, εκτρέφοντας την θρασύτητα, τον ωχαδερφισμό και τον κρατισμό και υπό το πρόσχημα της μεταπολιτευτικής «απελευθέρωσης» από τα δεσμά του κράτους της δεξιάς, διέλυσε θεσμούς, ήθη και αξίες. Ανέδειξε τα ελαττώματα της φυλής ως αρετές και την λαμογιά ως σύγχρονο ιδανικό , αποθεώνοντας τον υλισμό και την λογική της ελάσσονος προσπάθειας.

Και μη αρκούμενος στην ηθική του κατάπτωση ο νεοέλληνας διέσυρε το όνομα του και την ιστορία του, συμπεριφερόμενος ως αφερέγγυος συνεταίρος και κοινός απατεωνίσκος ως προς τους πολίτες της Ευρώπης που μοιράσθηκαν μαζί του εκτός από το πορτοφόλι τους το όραμα ενός κοινού μέλλοντος, εκμεταλλευόμενος την αφέλειά τους και την, ασυγχώρητη, εμπιστοσύνη που του έδειξαν.

Και σα να μην έφταναν όλα αυτά υποθήκευσε οικονομικά το μέλλον των ίδιων του των παιδιών! Διότι δεν αρκέστηκε μόνο στην άφρονα κατασπατάληση των επιδοτήσεων και πλαισίων στήριξη που του εμπιστεύθηκαν οι ευρωπαίοι εταίροι του, αλλά για να συντηρήσει τις ακόρεστες καταναλωτικές του ορέξεις προχώρησε σε αλόγιστο δανεισμό τεραστίων ποσών, μεταφέροντας τις υποχρεώσεις αποπληρωμής των στις επόμενες γενιές.

Οποία ντροπή και κατάπτωση να κατακρεουργείς το μέλλον των ίδιων σου των παιδιών! Θα πρέπει να ανατρέξει κανείς σε αρχαιοελληνικές τραγωδίες και σε μυθολογικές περιγραφές για να συναντήσει αντίστοιχες τραγικές φιγούρες σαν της Μήδειας που θανατώνει τα παιδιά της με τα ίδια της τα χέρια.

Και μετά το «φονικό» ο νεοέλληνας ξεχύνεται αλαλάζων στους δρόμους διαμαρτυρόμενος για τα σκληρά μέτρα που του επιβάλλουν οι ξένοι δανειστές του, για το ότι ουσιαστικά δηλαδή του τερματίζουν την περίοδο της κραιπάλης με τα δανεικά και του ζητάνε μάλιστα, οι αθεόφοβοι, να πληρώσει και τον λογαριασμό του!

Λαϊκή δεξιά και παραδοσιακή αριστερά ανταμώνουν πλέον σε κοινούς αγώνες κατά των ξένων μονοπωλίων και των τοποτηρητών τους για μια νέα «εθνικά υπερήφανη» πολιτική. Συνεχίζουν δηλαδή το θεάρεστο έργο τους της καταστροφής της χώρας σκάβοντας με τα ίδια τους τα χέρια τον τάφο που θα σαβανώσουν ένα ολόκληρο έθνος. Ένα έθνος που ναρκωμένο υπνοβατεί στο δρόμο προς την καταστροφή.

Καλέ μου τζίτζικα… το παραμύθι σου έλαβε τέλος…

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Διδακτικότατος ο μύθος κι ο ρόλος του τζίτζικα μας πάει "γάντι" (λιγάκι ακαθόριστο το ποιος παίζει τον "μέρμηγκα" που μάλλον στην περίπτωση μας έχει ευρύτερο ρόλο, αλλά μην το κάνουμε θέμα).
Νομίζω όμως ότι είναι εξαιρετικά άδικο να "τσουβαλιάζεις" την "δεξιά" έστω και "λαική" (ποιους αλήθεια περιλαμβάνει?) μαζί με την " παραδοσιακή αριστερά". Γιατί η τελευταία έχει τεράστιες ευθύνες μαζί με το ΠΑΣΟΚ ( ούτε στον μύθο ούτε στο σχόλιο σου το βλέπω πουθενά) για την κατάσταση που είμαστε σήμερα, και διαφορετική έξοδο από την κρίση προτείνει από αυτήν που προτείνει η "δεξιά" (λαική και μη) και βεβαίως η αριστερά σταθερά και μονίμως καταφεύγει σε τρόπους διαμαρτυρίας που συνήθως ξεφεύγουν από τα πλαίσια του νόμου.
Η εξίσωση και η ισοπέδωση μπορεί να μοιάζει βολική για να υπηρετήσει κομματικές σκοπιμότητες "συμμαχητών" αλλά υπονομεύει τελικά την αξιοπιστία της ανάλυσης.